- μετακύμιος
- μετακύμιος, -ον (Α)1. (κυριολ. και μτφ.) ο μεταξύ τών κυμάτων («εἰ γὰρ μετακύμιος ἄτας, ὦ Παιάν, φανείης» — μακάρι, ώ Παιάν, να φανείς σωτήρας μεταξύ δύο κυμάτων αθλιότητας, Ευρ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετακύμιοντο μεταξύ τών κυμάτων διάστημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + -κύμιος (< κῦμα)].
Dictionary of Greek. 2013.